- μελώνομαι
- μελώνομαι, μελώθηκα, μελωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μελιτώ — μελιτῶ, όω (Α) 1. μτφ. γλυκαίνω 2. (το μέσ.) μελιτοῡμαι, όομαι (για φαγητά) αναμιγνύομαι με μέλι, μελώνομαι, γλυκαίνω 2. γεμίζω με μέλι («ἀγγεῑον μεμελιτωμένον» αγγείο γεμάτο με μέλι, Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος] … Dictionary of Greek